- Λιγυστικόν
- Λίγυςbastard lovagemasc acc sgΛίγυςbastard lovageneut nom/voc/acc sgΛιγυστικόςbastard lovagemasc acc sgΛιγυστικόςbastard lovageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
любисток — растение Levisticum officinale (Гоголь), любиста, любистра – то же (Преобр.), укр. любисток, блр. любiста. Через польск. lubistek из ср. в. н. lübestecke – то же, от лат. levisticum, ligusticum, греч. λιγυστικόν, первонач. лигурийское растение,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λιγυστικός — ή, ό (Α λιγυστικός, ή, όν) [Λίγυς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιγυρία 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λιγυστική η Λιγυρία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιγυστικόν είδος φυτού … Dictionary of Greek